προσιλιγγιώ

προσιλιγγιώ
-άω, Μ [ἰλιγγιῶ]
1. ζαλίζομαι, με πιάνει ίλιγγος
2. είμαι πολύ ταραγμένος, είμαι αναστατωμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”